- προκαταλαγχάνω
- Ακαταλαμβάνω κάτι με κλήρο προηγουμένως.[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + καταλαγχάνω «καταλαμβάνω με κλήρο»].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λαγχάνω — και λαχαίνω (AM λαγχάνω, Μ και λαχάνω) περιέρχομαι σε κάποιον με κλήρο, πέφτω στον κλήρο (α. «πάλι τού λαχε ο πρώτος αριθμός» β. «τὴν πρὸς Νότον λαχεῑν φασι Δευκαλίωνι», Στράβ.) νεοελλ. παροιμ. «εμείς οι Βλάχοι όπως λάχει» λέγεται για τους… … Dictionary of Greek